- καμαροφρύδι, το
- καμαροφρύδι, το και καμαρόφρυδο,το τα καμαρωτά φρύδια: Το καμαροφρύδι είναι το χαρακτηριστικό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμαροφρύδι — και καμαρόφρυδο, το λεπτό και καμαρωτό, τοξοειδές φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + φρύδι] … Dictionary of Greek
καμαροφρύδης — ο, θηλ. καμαροφρύδα και καμαροφρυδούσα (Μ καμαροφρύδης) [καμαροφρύδι] αυτός που έχει καμαρωτά, τοξωτά φρύδια … Dictionary of Greek